- λαμπαδοδρομικός
- λαμπαδοδρομικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπαδοδρομικός — λαμπαδοδρομικός, ή, όν (Α) [λαμπαδοδρόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαμπαδηδρομία («λαμπαδοδρομικὸς ἀγών» λαμπαδηφορία) … Dictionary of Greek